ικμάδα

ικμάδα
η
1. υγρασία της γης και θρεπτική δύναμή της.
2. μτφ., ζωτικότητα, ζωική δύναμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… …   Dictionary of Greek

  • ἰκμάδα — ἰκμάς moisture fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκμάδ' — ἰκμάδα , ἰκμάς moisture fem acc sg ἰκμάδι , ἰκμάς moisture fem dat sg ἰκμάδε , ἰκμάς moisture fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνικμος — ἄνικμος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει ικμάδα, υγρασία, ο ξερός 2. (για φυτά) ο δίχως χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ικμάς ( άδος) «υγρασία»] …   Dictionary of Greek

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

  • ίκμαρ — ἴκμαρ, τὸ (Α) η ικμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ἰκμάς* ο οποίος απαντά σε γλώσσα τού Ησύχ.] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ανάδοση — η (Α ἀνάδοσις) (για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση νεοελλ. 1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα 2. πρωινή δροσιά αρχ. 1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα 2. εκπνοή 3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανεξίκμαστος — ἀνεξίκμαστος, ον (Α) εκείνος που δεν έχασε την ικμάδα του, δεν ξεράθηκε …   Dictionary of Greek

  • ικμαίος — ἰκμαῑος, ὁ (Α) [ικμάς] (ως επίθ. τού Διός) αυτός που υγραίνει τη γή, αυτός που χαρίζει ικμάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”